- οδούς
- ο (ΑΜ ὀδούς, -όντος, Α ιων. τ. ὀδών)1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ.β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.)2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε έτσι από το σχήμα της3. φρ. («οφθαλμόν αντί οφθαλμού και) οδόντα αντί οδόντος» — άμεση και σκληρή εκδίκησηνεοελλ.φρ. «οπλισμένος μέχρις οδόντων» — πολύ καλά και πλήρως οπλισμένος, πάνοπλοςφρ. α) «ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων» — το κροτάλισμα τών δοντιών που οφείλεται στο ψύχος ή στον φόβοβ) «ὀδόντες ὀξεῑς» και «ὀδόντες πλατεῑς» — τα πρόσθια και οπίσθια δόντια, αντίστοιχα.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ὀδών / ὀδούς, -όντος εμφανίζουν θέμα οδ- / εδ- (πρβλ. ἔδοντες) και συνδέονται πιθ. με αρμ. atamn, παρά τις μορφολογικές δυσχέρειες που παρουσιάζει ο αρμ. τ. Δύο είναι οι επικρατέστερες ετυμολ. για τη λ.: α) να θεωρηθεί μτχ. τού ἔδω «τρώω», αναγόμενη στη μηδενισμένη βαθμίδα (-δ-) τής ρίζας *ed- (ὀ-δ-ών). Η απαθής βαθμίδα της μαρτυρείται στον τ. ἔδ-οντες (πρβλ. ἐών: ὤν μτχ. τού εἰμί). Απορίες ωστόσο γεννά το αρκτικό οτού ὀδών, που είτε αποτελεί ετεροιωμένη βαθμίδα τού θέματος εδ- είτε είναι προϊόν αφομοιώσεως τού ε- (ἔδοντες) σε ο- (πρβλ. και ὀδύνη: ἐδύνα)β) να θεωρηθεί το αρκτικό φωνήεν ὀ- τής λ. πρόθεση (πρβλ. οβελός) και το θέμα -δών, -δόντος, όπως και οι αντίστοιχοι τ. τών υπόλοιπων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. λατ. dens, dentis, αρχ. ινδ. dan, datah, αρχ. γερμ. zand, αρχ. ιρλδ. det, γαλατ. dant, λιθουαν. dantis), να αναχθούν σε ΙΕ ρίζα *den-t- / *don-t/ *dņt παράλληλη τής *den-k/ *dņk- τού ρ. δάκνω* «δαγκώνω» (πρβλ. αρχ. ινδ. dasati). Η λ. ὀδών μαρτυρείται έμμεσα και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή επιθ. odatuweta / odatweta = ὀδάτFεντα με σημ. «στολίσματα δοντιών, κοσμήματα με οδοντωτή μορφή», ενώ οι τ. odakuweta / odakeweta οφείλονται πιθ. σε ανομοιωτική τροπή τού -τσε -κ- (πρβλ. ὀδάξ). Αρχικός θεωρείται ο τ. ὀδών, ενώ ο τ. ὀδούς σχηματίστηκε υστερογενώς, αναλογικά προς τις μτχ. τού τύπου δι-δούς. Ο τ. ὀδών εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -ωδων, με τροπή τού -ο- σε -ω- λόγω τού νόμου «τής εκτάσεως εν συνθέσει». Η λ., τέλος, εμφανίζεται πιθ. ως β' συνθετικό στα νωδός*, αἱμωδέω*. Στη Νεοελληνική χρησιμοποιείται ο λόγιος (στην επιστήμη) τ. οδούς και ο τ. δόντι με σίγηση τού αρκτ. άτονου ο(πρβλ. οφρύς: φρύδι).Σύνθ. και παρ. τού οδούς.ΠΑΡ. οδοντικός, οδοντώ(-ώνω)αρχ.οδοντάριον, οδοντίζω, οδοντίςαρχ.-μσν.οδοντιώμσν.οδοντάς, οδοντίας, οδόντιοννεοελλ.οδοντίνη, οδοντίτιδα, οδοντώδης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) οδοντάγρα, οδονταλγώ, οδοντογλυφίς(-ίδα), οδοντοειδής, οδοντοξέστης, οδοντότριμμα, οδοντοφόρος, οδοντοφυώαρχ.οδοντόγλυφον, οδοντόκερας, οδοντοξυστήρ, οδοντοποιώ, οδοντοτύραννος, οδοντοφυήςμσν.οδονταγωγόν, οδοντοβολώ, οδοντομάχης, οδοντοπονίαμσν.- νεοελλ.οδοντόσμηγμανεοελλ.οδόβαινος, οδοκοιλεύς, οδόντασπις, οδοντατροφία, οδοντίατρος, οδοντοβλάστη, οδοντόβουρτσα, οδοντογένεση, οδοντόγλωσσο, οδοντόγναθα, οδοντογονία, οδοντογραφία, οδοντογράφος, οδοντοδυνία, οδοντοθεραπεία, οδοντοκεραμεική, οδοντοκήλη, οδοντοκήτη, οδοντόκλαση, οδοντοκλάοτης, οδοντοκοιλία, οδοντοκονία, οδοντόκονις, οδοντοκοσμητικό, οδοντόκρεμα, οδοντολαδίδα, οδοντόλιθος, οδοντολογία, οδοντολόγος, οδοντολοξία, οδοντόμετρο, οδοντομήλη, οδοντοπάθεια, οδοντόπαστα, οδοντοπεριόστεο, οδοντόπλυμα, οδοντόπονος, οδοντοπρόφερτος, οδοντοπώμασμα, οδοντορθωσία, οδοντορραγία, οδοντορραμφή, οδοντοσάπων, οδοντοσκευασία, οδοντόσκονη, οδοντοσκόπιο, οδοντοσμηκτικός, οδοντόσπερμο, οδοντοστοιχία, οδοντοστοματολογία, οδοντοσφράγιση, οδοντοσφράγισμα, οδοντοτεχνίτης, οδοντότρηση, οδοντοτριδή, οδοντοτριπτικός, οδοντοφατνιακός, οδοντοφύραμα, οδοντόφωνος, οδοντόψηκτρα. (Β' συνθετικό σε -όδων / -ώδων) αρχ. αμφόδων / -ώδων, ανόδων, αργιόδων, εξώδων, εριώδων, καρχαρόδων, κυνόδων, λαγώδων, προόδων / -ώδων, συνόδων, χαυλιόδων. (Β' συνθετικό σε -όδους) αραιόδους, κυνόδους, μεγαλόδους, μονόδους, μυλόδους, χαυλιόδουςαρχ.αγκυλόδους, αργιόδους, διόδους, καρχαρόδους, κρατερόδους, μυριόδους, οξυόδους, πολυόδους, προόδους, πυκνόδους, συνόδους, τραχυόδους, τριόδους, χαλκόδους, χρυσεόδουςνεοελλ.ανόδους, γιγαντόδους, ελεφαντόδους, θηκόδους, λευκόδους, μικρόδους].
Dictionary of Greek. 2013.